- ματόφρυδο
- τοτο μάτι και το φρύδι μαζί: Έχει εντυπωσιακά ματόφρυδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ματόφρυδο — το 1. το φρύδι 2. συν. στον πληθ. τα ματόφρυδα φρύδια και μάτια μαζί ως σύνολο («τα σμικτά ματόφρυδά του δίνουν αυστηρή έκφραση στο πρόσωπό του») … Dictionary of Greek